ξεκουρδίζω

ξεκουρδίζω
και ξεκουρντίζω
1. χαλαρώνω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή ελατήριο ρολογιού ή παιχνιδιού
2. (το μέσ.) ξεκουρδίζομαι
παύω να είμαι κουρδισμένος ή μένω ακούρδιστος («ξεκουρδίστηκε το πιάνο»)
3. μτφ. κουράζομαι υπερβολικά από τον χορό ή το παιχνίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκούρδισμα — και ξεκούρντισμα, το το αποτέλεσμα τού ξεκουρδίζω …   Dictionary of Greek

  • ξελασκάρω — 1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω 2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω 3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω 4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω 5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… …   Dictionary of Greek

  • σκορντατούρα — η, Ν μουσ. τροποποίηση τού κουρδίσματος μιας ή περισσότερων χορδών ενός οργάνου, για την καλύτερη προσαρμογή του στην τονικότητα μιας σύνθεσης και την βελτίωση τής τονικότητας ορισμένων εφέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scordatura < scordare… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”