- ξεκουρδίζω
- και ξεκουρντίζω1. χαλαρώνω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή ελατήριο ρολογιού ή παιχνιδιού2. (το μέσ.) ξεκουρδίζομαιπαύω να είμαι κουρδισμένος ή μένω ακούρδιστος («ξεκουρδίστηκε το πιάνο»)3. μτφ. κουράζομαι υπερβολικά από τον χορό ή το παιχνίδι.
Dictionary of Greek. 2013.